- τρυπογάζι
- το ажурная строчка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρυπογάζι — και διαλ. τ. τρουπογάζι, το, Ν είδος βελονιάς, αραιό, πρόχειρο γαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύπα / τρούπα + γαζί] … Dictionary of Greek
τρυπογάζι — το ειδική βελονιά, είδος αζούρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατητός — ή, ό / πατητός, ή, όν, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. πατημένος, συμπιεσμένος, ζουληγμένος («πατητά σύκα») 2. το θηλ. ως ουσ. πατητή (ενν. βελονιά) τρόπος αραιάς ραφής, κατά τον οποίο η πλευρά ενός κομματιού υφάσματος τοποθετείται πάνω στην πλευρά άλλου… … Dictionary of Greek